υβρίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈvɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐βρί‐ζο‐μαι
- ομόηχο: υβρίζομε
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υβρίζομαι, π.αόρ.: υβρίσθηκα, μτχ.π.π.: υβρισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος υβρίζω