Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιυβρίζω < αρχαία ελληνική περιυβρίζω < περί + ὑβρίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.iˈvɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐υ‐βρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

περιυβρίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία