Ετυμολογία

επεξεργασία
βρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βρίζω

βρίζομαι

  • (αλληλοπαθ.) για δύο ή περισσότερους ανθρώπους που βρίζει ο ένας τον άλλον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία