μπινελίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπινελίκι | τα | μπινελίκια |
γενική | του | μπινελικιού | των | μπινελικιών |
αιτιατική | το | μπινελίκι | τα | μπινελίκια |
κλητική | μπινελίκι | μπινελίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπινελίκι ουδέτερο
- το φέρσιμο, οι τρόποι και οι πράξεις τού μπινέ, ο ουρανισμός
- (συνήθως στον πληθυντικό) μπινελίκια: βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) μπινελίκια: ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπινές