Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φέρσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φέρσιμ
ο
τα
φερσίμ
ατ
α
γενική
του
φερσίμ
ατ
ος
των
φερσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
φέρσιμ
ο
τα
φερσίμ
ατ
α
κλητική
φέρσιμ
ο
φερσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φέρσιμο
<
μεσαιωνική ελληνική
φέρσιμο
<
αρχαία ελληνική
φέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φέρσιμο
ουδέτερο
συμπεριφορά
κάπως (
λαϊκότροπο
) ειδικά στον
πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φέρσιμο
αγγλικά
:
demeanor
(en)
(
ΗΠΑ
)
,
demeanour
(en)
(
ΗΒ
)
,
behavior
(en)
(
ΗΠΑ
)
,
behaviour
(en)
(
ΗΒ
)
γαλλικά
:
conduite
(fr)