conduite
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
conduite | conduites |
conduite (fr) θηλυκό
- η συμπεριφορά, το φέρσιμο
- η οδήγηση
- ο σωλήνας, ο αγωγός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
conduite | conduites |
conduite (fr) θηλυκό