• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

conduite

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

conduite (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
conduite conduites

conduite (fr) θηλυκό

  1. η συμπεριφορά, το φέρσιμο
  2. η οδήγηση
  3. ο σωλήνας, ο αγωγός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • conductance
  • conducteur - conductrice
  • conductibilité
  • conduction
  • conductivité
  • conduire
  • conduit
  • conduite
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=conduite&oldid=4604187"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Απριλίου 2020, στις 13:49

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Απριλίου 2020, στις 13:49.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie