Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conduite conduites

conduite (fr) θηλυκό

  1. η συμπεριφορά, το φέρσιμο, η διαγωγή
  2. η οδήγηση, το οδήγημα
  3. ο σωλήνας, ο αγωγός

Συγγενικά

επεξεργασία