πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαγωγή οι διαγωγές
      γενική της διαγωγής των διαγωγών
    αιτιατική τη διαγωγή τις διαγωγές
     κλητική διαγωγή διαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαγωγή (μεταφορά, τρόπος που περνάμε τον καιρό) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conduite.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (δια) δι- & αγωγή.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαγωγή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαγωγή αἱ διαγωγαί
      γενική τῆς διαγωγῆς τῶν διαγωγῶν
      δοτική τῇ διαγωγ ταῖς διαγωγαῖς
    αιτιατική τὴν διαγωγήν τὰς διαγωγᾱ́ς
     κλητική ! διαγωγή διαγωγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαγωγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διαγωγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγωγή < διάγω, δι-αγωγ- + . Μορφολογικά αναλύεται σε (διά)
δι- + ἀγωγή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαγωγή θηλυκό

  1. η μεταβίβαση, η μεταφορά
  2. η διασκέδαση
  3. ο τρόπος ζωής
  4. (μεταφορικά) η διαπαιδαγώγηση, η καθοδήγηση

Συγγενικά

επεξεργασία