↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπαιδαγώγηση οι διαπαιδαγωγήσεις
      γενική της διαπαιδαγώγησης* των διαπαιδαγωγήσεων
    αιτιατική τη διαπαιδαγώγηση τις διαπαιδαγωγήσεις
     κλητική διαπαιδαγώγηση διαπαιδαγωγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπαιδαγωγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπαιδαγώγηση < διαπαιδαγωγώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαπαιδαγώγηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία