παιδαγώγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιδαγώγηση | οι | παιδαγωγήσεις |
γενική | της | παιδαγώγησης* | των | παιδαγωγήσεων |
αιτιατική | την | παιδαγώγηση | τις | παιδαγωγήσεις |
κλητική | παιδαγώγηση | παιδαγωγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παιδαγωγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιδαγώγηση < ελληνιστική κοινή παιδαγώγησις < αρχαία ελληνική παιδαγωγέω < παιδαγωγός < παῖς + ἄγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ðaˈɣo.ʝi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδαγώγηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παιδαγωγώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παιδαγώγηση
|