παῖς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παῖς (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παῖς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαῖς αρσενικό
- (καθαρεύουσα) παις, το παιδί
Συγγενικά
επεξεργασίαΓια την κοινή νεοελληνική → δείτε τη λέξη παιδί
Σύνθετα
επεξεργασίασύνθετα της καθαρεύουσας:
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | παῖς | οἱ/αἱ | παῖδες |
γενική | τοῦ/τῆς | παιδός | τῶν | παίδων* |
δοτική | τῷ/τῇ | παιδῐ́ | τοῖς/ταῖς | παισῐ́(ν) παίδεσσι (επικός) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | παῖδᾰ | τοὺς/τὰς | παῖδᾰς |
κλητική ὦ! | παῖ** | παῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παιδοῖν | ||
* Η γενική πληθυντικού τονίζεται στην παραλήγουσα παρά τον κανόνα των μονοσύλλαβων τριτόκλιτων (γενικές σε -ῶν). Δείτε τον επικό τύπο «πάϊς» με γενική πληθυντικού: παίδων. _** Εξαίρεση: η κλητική ενικού δεν είναι όμοια με την ονομαστική. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'μονοσύλλαβα' όπως «εξαιρέσεις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wids < *peh₂u- Συγγενή: λατινική puer, σανσκριτική पुत्र (putrá, γιος).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαῖς αρσενικό ή θηλυκό
- το παιδί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 196 (στίχοι 196-198)
- ὡς ἀγαθὸν καὶ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι | ἀνδρός, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐτίσατο πατροφονῆα, | Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.
- Ω ναι, είναι καλό ν᾽ αφήνει κάποιος γιο πεθαίνοντας· | έτσι κι αυτός το αίμα πήρε πίσω από τον δόλιο, πατροκτόνο | Αίγισθο, που του κατέλυσε πατέρα φημισμένο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὡς ἀγαθὸν καὶ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι | ἀνδρός, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐτίσατο πατροφονῆα, | Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 196 (στίχοι 196-198)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ἐκ παιδός: από παιδί, από την παιδική ηλικία
- παῖδα (ή υἱὸν) τίθεμαι τινά
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
παιδ-
παιδ-
- παιδο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα παιδο- στο Βικιλεξικό όπως παιδοκτόνος, παιδότρωτος
- -παις Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -παις στο Βικιλεξικό όπως ἄπαις, παλίμπαις
και
- ἀπαιδία
- Γυμνοπαιδίαι
- εὐπαιδία
- μεταπαιδιά
- ὀλιγοπαιδία
- παιδαρίδιον
- παιδαριεύομαι
- παιδαριήματα
- παιδαρικός
- παιδάριον
- παιδαριοτρόφος
- παιδαρίσκος
- παιδαριώδης
- παιδδωἇν
- παιδεία
- παίδειος
- παιδήϊος
- παιδία
- παιδιά
- παιδιακός
- παιδιή
- παιδικέωρ
- παιδικός
- παιδικυνηγεσία
- παιδίνορ
- παιδίον ⇒ νέα ελληνικά: παιδί
- παιδιόθεν
- παιδιότης
- παιδισκάριον
- παιδισκεῖος
- παιδίσκη
- παίδισκος
- παιδίσκος
- παιδιώδης
- παιδνός
- παιδόεις
- παίδοθεν
- παιδοσύνη
- παιδοῦς
- παίδωσις
- παμπαιδί
- παροπαιδία
- πεπαιδευμένως
- πολυπαιδία
- προπαιδεία
- παίζω & συγγενικά
- παιδαγωγός & συγγενικά
- παιδεύω & συγγενικά
- τριπαιδία
- φιλοπαιδεία
- φιλοπαιδία
- ψευδοπαιδεία
Πηγές
επεξεργασία- παῖς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παῖς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.