→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παιδότρωτος τὸ παιδότρωτον
      γενική τοῦ/τῆς παιδοτρώτου τοῦ παιδοτρώτου
      δοτική τῷ/τῇ παιδοτρώτ τῷ παιδοτρώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν παιδότρωτον τὸ παιδότρωτον
     κλητική ! παιδότρωτε παιδότρωτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παιδότρωτοι τὰ παιδότρωτ
      γενική τῶν παιδοτρώτων τῶν παιδοτρώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς παιδοτρώτοις τοῖς παιδοτρώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παιδοτρώτους τὰ παιδότρωτ
     κλητική ! παιδότρωτοι παιδότρωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παιδοτρώτω τὼ παιδοτρώτω
      γεν-δοτ τοῖν παιδοτρώτοιν τοῖν παιδοτρώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδότρωτος < (παῖς) παιδό- + τρωτ(ός) + -ος → δείτε τιτρώσκω

  Επίθετο

επεξεργασία

παιδότρωτος, -ος, -ον

  1. που πληγώνεται παιδιά
  2. για πληγές, θάνατο στα χέρια παιδιών

Συγγενικά

επεξεργασία