τιτρώσκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τιτρώσκω < αρχαία ελληνική τιτρώσκω
Ρήμα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
τιτρώσκω, μελλ. τρώσω, αόρ. ἔτρωσα — Παθ., μέλ. τρωθήσομαι, και στη Μέσ. τρώσομαι, γʹ μέλ. τετρώσομαι, αόρ. ἐτρώθην, παρακ. τέτρωμαι·
- τραυματίζω, πληγώνω
- φονεύω, σκοτώνω
- καταστρέφω, αχρηστεύω
- προξενώ φθορά