Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρωτός η τρωτή το τρωτό
      γενική του τρωτού της τρωτής του τρωτού
    αιτιατική τον τρωτό την τρωτή το τρωτό
     κλητική τρωτέ τρωτή τρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρωτοί οι τρωτές τα τρωτά
      γενική των τρωτών των τρωτών των τρωτών
    αιτιατική τους τρωτούς τις τρωτές τα τρωτά
     κλητική τρωτοί τρωτές τρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρωτός < αρχαία ελληνική τρωτός < τιτρώσκω

  Επίθετο επεξεργασία

τρωτός, -ή, -ό

  1. ευάλωτος, ευπρόσβλητος, εκτεθειμένος σε κινδύνους
  2. που δεν μπορεί να αντισταθεί
  3. που παρουσιάζει μειονεκτήματα και αδυναμίες

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία