τρωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρωτός | η | τρωτή | το | τρωτό |
γενική | του | τρωτού | της | τρωτής | του | τρωτού |
αιτιατική | τον | τρωτό | την | τρωτή | το | τρωτό |
κλητική | τρωτέ | τρωτή | τρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρωτοί | οι | τρωτές | τα | τρωτά |
γενική | των | τρωτών | των | τρωτών | των | τρωτών |
αιτιατική | τους | τρωτούς | τις | τρωτές | τα | τρωτά |
κλητική | τρωτοί | τρωτές | τρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρωτός < αρχαία ελληνική τρωτός < τιτρώσκω
Επίθετο
επεξεργασίατρωτός, -ή, -ό
- ευάλωτος, ευπρόσβλητος, εκτεθειμένος σε κινδύνους
- που δεν μπορεί να αντισταθεί
- που παρουσιάζει μειονεκτήματα και αδυναμίες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρωτός