αντιστέκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιστέκομαι < μεσαιωνική ελληνική, αντί + στέκομαι < αρχαία ελληνική ἀνθίσταμαι
Ρήμα
επεξεργασίααντιστέκομαι (αποθετικό ρήμα)
- εναντιώνομαι, προβάλλω αντίσταση, αμύνομαι
αντιστέκομαι (αποθετικό ρήμα)