stand up to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stand up to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands up to |
αόριστος | stood up to |
παθητική μετοχή | stood up to |
ενεργητική μετοχή | standing up to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstand up to (en)
- σηκώνω κεφάλι σε κάποιον, αντιστέκομαι σε κάποιον και δεν δέχομαι κακή συμπεριφορά από κάποιον χωρίς παράπονο
- ⮡ It takes courage to stand up to him.
- Χρειάζεται θάρρος για να του σηκώσεις κεφάλι.
- ⮡ He doesn’t dare stand up to his wife.
- Δεν τολμάει ν' αντισταθεί στη γυναίκα του.
- ⮡ It takes courage to stand up to him.