stand
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stand | stands |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stand (en)
ενεστώτας | stand |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands |
αόριστος | stood |
παθητική μετοχή | stood |
ενεργητική μετοχή | standing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
stand (en)
- στέκομαι (και μεταφορικά)