Δείτε επίσης: Stand

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stand stands

stand (en)

  1. (συνήθως ενικός) η στάση απέναντι σε κάτι που ξεκαθαρίζω στους ανθρώπους
    ⮡  It’s my stand on this problem.
    Είναι η στάση μου σ' αυτό το πρόβλημα.
     συνώνυμα: stance
  2. (συνήθως ενικός) δυνατή προσπάθεια να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ή τη γνώμη μου για κάτι
    ⮡  I am making a stand for my principles.
    Υπερασπίζομαι τις αρχές μου.
    ⮡  They were taking a stand against terrorism.
    Αντιστέκονταν στην τρομοκρατία.
  3. ο πάγκος, το περίπτερο, τραπέζι ή κατασκευή από την οποία πωλούνται προϊόντα, ειδικά στο δρόμο ή σε μια αγορά
    ⮡  a newspaper stand - πάγκος με εφημερίδες
  4. (ειδικά βρετανική σημασία) το περίπτερο σε εκθέσεις
    ⮡  the French stand at the Thessaloniki Fair - το Γαλλικό περίπτερο στην Έκθεση Θεσσαλονίκης
  5. (συχνά σε σύνθετα) η βάση, η κρεμάστρα (δαπέδου), εξοπλισμός ή έπιπλο που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση ενός συγκεκριμένου είδους αντικειμένου
    ⮡  a desk stand for a phone - βάση γραφείου για κινητό
    ⮡  a hat/umbrella stand - κρεμάστρα για καπέλα/για ομπρέλες
  6. η εξέδρα σε γήπεδο
    ⮡  The soccer fans overcrowded the stands.
    Οι ποδοσφαιρόφιλοι υπερεπλήρωσαν τις εξέδρες.
  7. (συνήθως ενικός) η θέση του εξεταζόμενου μάρτυρα στο δικαστήριο
    ⮡  I am taking the stand.
    Εξετάζομαι ως μάρτυρας.
  8. ο σταθμός, η πιάτσα, μέρος όπου σταθμεύουν ταξί, λεωφορεία κτλ. ενώ περιμένουν τους επιβάτες
    ⮡  a taxi stand - σταθμός/πιάτσα ταξί
ενεστώτας stand
γ΄ ενικό ενεστώτα stands
αόριστος stood
παθητική μετοχή stood
ενεργητική μετοχή standing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

stand (en)

  1. (αμετάβατο) στέκομαι, είμαι στα πόδια μου, είμαι σε όρθια θέση
    ⮡  I am so weak I can’t stand on my own feet.
    Είμαι τόσο αδύνατος που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου.
    ⮡  I stood the entire bus trip.
    Στάθηκα όρθιος σ' όλο το δρόμο με το λεωφορείο.
    ⮡  He was standing in the doorway/at the door.
    Στεκόταν στην πόρτα.
    ⮡  Stand straight!
    Στάσου ίσια!
    ⮡  He went and stood by the window.
    Πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο.
    ⮡  Stand back!
    Σταθείτε μακριά/πιο πίσω!
    ⮡  Stand clear of the gates!
    Μη στέκεστε στις πόρτες!
    ⮡  Why don’t you help instead of standing around and just looking?
    Γιατί δεν βοηθάς αντί να στέκεσαι και να κοιτάζεις μόνο;
    ⮡  Please remain standing!
    Παρακαλώ μείνετε όρθιος!
    ⮡  He looks smaller when standing.
    Φαίνεται μικρότερος όταν είναι όρθιος.
  2. (αμετάβατο) σηκώνομαι στα πόδια από άλλη θέση
    ⮡  He stood to speak.
    Σηκώθηκε να μιλήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stand up
  3. (μεταβατικό) στήνω, ακουμπάω, βάζω κάτι κάποιον σε κάθετη θέση κάπου
    ⮡  I am standing a bottle on the table.
    Στήνω ένα μπουκάλι στο τραπέζι.
    ⮡  He stood the ladder against the wall.
    Έστησε τη σκάλα στον τοίχο.
    ⮡  Don’t stand the ladder against the wall.
    Μην ακουμπάς τη σκάλα στον τοίχο.
  4. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) ανέχομαι, αντέχω, σηκώνω, χρησιμοποιείται ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις για να τονίσω ότι δεν μου αρέσει κάποιος ή κάτι
    ⮡  I can’t stand rude people.
    Δεν ανέχομαι τους αγενείς.
    ⮡  I can’t stand him any longer.
    Δεν τον ανέχομαι πια.
    ⮡  I can’t stand that guy.
    Δεν τον αντέχω τον τύπο.
    ⮡  I can’t stand fools.
    Δεν τους σηκώνω τους βλάκες.
    ⮡  I will not stand disobedience.
    Δε σηκώνω απειθαρχία.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις hate και tolerate
  5. (μεταβατικό) ανέχομαι, αντέχω, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος ή κάτι μπορεί να επιβιώσει από κάτι ή μπορεί να ανεχθεί κάτι χωρίς να πληγωθεί ή να καταστραφεί
    ⮡  I can’t stand seeing animals being tortured.
    Δεν αντέχω να βλέπω να βασανίζουν ζώα.
    ⮡  How can you stand that noise/behavior?
    Πώς ανέχεσαι αυτό το θόρυβο/φέρσιμο;
    ⮡  I can’t stand the heat.
    Δεν ανέχομαι/αντέχω τη ζέστη.
    ⮡  I can’t stand it any longer.
    Δεν το αντέχω άλλο πια.
    ⮡  I can’t stand loud music.
    Δεν αντέχω τη δυνατή μουσική.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tolerate
  6. (αμετάβατο) υψώνομαι, βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  A wall stood between the two gardens.
    Ένας τοίχος υψωνόταν ανάμεσα στους δυο κήπους.
  7. (αμετάβατο) υψώνομαι, είμαι σε συγκεκριμένο ύψος
    ⮡  The skyscraper stands 150 meters above the ground.
    Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μ. από το έδαφος.
  8. (αμετάβατο) έχω, βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου είναι πιθανό να κάνω κάτι
    ⮡  What do we stand to benefit from this treaty?
    Τι όφελος θα έχουμε από αυτή τη συνθήκη;
    ⮡  What do I stand to gain from it?
    Τι πρόκειται να κερδίσω εγώ απ' αυτό;

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία