tolerate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | tolerate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tolerates |
αόριστος | tolerated |
παθητική μετοχή | tolerated |
ενεργητική μετοχή | tolerating |
Ρήμα επεξεργασία
tolerate (en)
ενεστώτας | tolerate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tolerates |
αόριστος | tolerated |
παθητική μετοχή | tolerated |
ενεργητική μετοχή | tolerating |
tolerate (en)