ενεστώτας put up with
γ΄ ενικό ενεστώτα puts up with
αόριστος put up with
παθητική μετοχή put up with
ενεργητική μετοχή putting up with

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put up with < → δείτε τις λέξεις put, up και with

put up with (en)

  • ανέχομαι, αντέχω, δέχομαι κάποιον ή κάτι που είναι ενοχλητικό, δυσάρεστο κτλ. χωρίς παράπονο
    ⮡  I can’t put up with him anymore.
    Δεν τον ανέχομαι πια.
    ⮡  How do you put up with that noise/behavior?
    Πώς ανέχεσαι αυτό το θόρυβο/φέρσιμο;
    ⮡  He's so annoying, I don't know how you put up with him.
    Είναι τόσο ενοχλητικός, δεν ξέρω πώς τον αντέχεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tolerate