put up with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put up with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts up with |
αόριστος | put up with |
παθητική μετοχή | put up with |
ενεργητική μετοχή | putting up with |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput up with (en)
Πηγές
επεξεργασία- put up with - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 67. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανέχομαι