ανέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέχομαι < αρχαία ελληνική ἀνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀνέχω < ἀνά + ἔχω
Ρήμα
επεξεργασίαανέχομαι (αποθετικό ρήμα)
- δέχομαι χωρίς αντίδραση κάτι που μ’ ενοχλεί ή μου προκαλεί δυσφορία και (ενδεχομένως) το παραβλέπω
- ※ Δεν του 'δωσα καμιά σημασία, είχα μάθει πια να ανέχομαι την ύπαρξή του χωρίς να με νοιάζει ιδιαίτερα. (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανέχομαι | ανεχόμουν(α) | θα ανέχομαι | να ανέχομαι | ανεχόμενος | |
β' ενικ. | ανέχεσαι | ανεχόσουν(α) | θα ανέχεσαι | να ανέχεσαι | (ανέχου) | |
γ' ενικ. | ανέχεται | ανεχόταν(ε) | θα ανέχεται | να ανέχεται | ||
α' πληθ. | ανεχόμαστε | ανεχόμαστε ανεχόμασταν |
θα ανεχόμαστε | να ανεχόμαστε | ||
β' πληθ. | ανέχεστε | ανεχόσαστε ανεχόσασταν |
θα ανέχεστε | να ανέχεστε | (ανέχεστε) | |
γ' πληθ. | ανέχονται | ανέχονταν ανεχόντουσαν |
θα ανέχονται | να ανέχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέχτηκα | θα ανεχτώ | να ανεχτώ | ανεχτεί | ||
β' ενικ. | ανέχτηκες | θα ανεχτείς | να ανεχτείς | ανέξου | ||
γ' ενικ. | ανέχτηκε | θα ανεχτεί | να ανεχτεί | |||
α' πληθ. | ανεχτήκαμε | θα ανεχτούμε | να ανεχτούμε | |||
β' πληθ. | ανεχτήκατε | θα ανεχτείτε | να ανεχτείτε | ανεχτείτε | ||
γ' πληθ. | ανέχτηκαν ανεχτήκαν(ε) |
θα ανεχτούν(ε) | να ανεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανεχτεί | είχα ανεχτεί | θα έχω ανεχτεί | να έχω ανεχτεί | ||
β' ενικ. | έχεις ανεχτεί | είχες ανεχτεί | θα έχεις ανεχτεί | να έχεις ανεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανεχτεί | είχε ανεχτεί | θα έχει ανεχτεί | να έχει ανεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανεχτεί | είχαμε ανεχτεί | θα έχουμε ανεχτεί | να έχουμε ανεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανεχτεί | είχατε ανεχτεί | θα έχετε ανεχτεί | να έχετε ανεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανεχτεί | είχαν ανεχτεί | θα έχουν ανεχτεί | να έχουν ανεχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανέχομαι
|