παραβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραβλέπω
- παραβλέπω < παρα- + βλέπω[1]
Ρήμα
επεξεργασίαπαραβλέπω, πρτ.: παρέβλεπα, στ.μέλλ.: θα παραβλέψω, αόρ.: παρέβλεψα, παθ.φωνή: παραβλέπομαι, π.αόρ.: παραβλέφθηκα
- κάνω ότι δεν είδα κάτι λανθασμένο, αγνοώ εκούσια ένα λάθος και δείχνω επιείκεια
- ⮡ Τα λάθη είναι τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί να τα παραβλέψει κανείς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραβλέπω | παρέβλεπα | θα παραβλέπω | να παραβλέπω | παραβλέποντας | |
β' ενικ. | παραβλέπεις | παρέβλεπες | θα παραβλέπεις | να παραβλέπεις | παράβλεπε | |
γ' ενικ. | παραβλέπει | παρέβλεπε | θα παραβλέπει | να παραβλέπει | ||
α' πληθ. | παραβλέπουμε | παραβλέπαμε | θα παραβλέπουμε | να παραβλέπουμε | ||
β' πληθ. | παραβλέπετε | παραβλέπατε | θα παραβλέπετε | να παραβλέπετε | παραβλέπετε | |
γ' πληθ. | παραβλέπουν(ε) | παρέβλεπαν παραβλέπαν(ε) |
θα παραβλέπουν(ε) | να παραβλέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέβλεψα | θα παραβλέψω | να παραβλέψω | παραβλέψει | ||
β' ενικ. | παρέβλεψες | θα παραβλέψεις | να παραβλέψεις | παράβλεψε | ||
γ' ενικ. | παρέβλεψε | θα παραβλέψει | να παραβλέψει | |||
α' πληθ. | παραβλέψαμε | θα παραβλέψουμε | να παραβλέψουμε | |||
β' πληθ. | παραβλέψατε | θα παραβλέψετε | να παραβλέψετε | παραβλέψτε | ||
γ' πληθ. | παρέβλεψαν παραβλέψαν(ε) |
θα παραβλέψουν(ε) | να παραβλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραβλέψει | είχα παραβλέψει | θα έχω παραβλέψει | να έχω παραβλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις παραβλέψει | είχες παραβλέψει | θα έχεις παραβλέψει | να έχεις παραβλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει παραβλέψει | είχε παραβλέψει | θα έχει παραβλέψει | να έχει παραβλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραβλέψει | είχαμε παραβλέψει | θα έχουμε παραβλέψει | να έχουμε παραβλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε παραβλέψει | είχατε παραβλέψει | θα έχετε παραβλέψει | να έχετε παραβλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραβλέψει | είχαν παραβλέψει | θα έχουν παραβλέψει | να έχουν παραβλέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραβλέπομαι | παραβλεπόμουν(α) | θα παραβλέπομαι | να παραβλέπομαι | ||
β' ενικ. | παραβλέπεσαι | παραβλεπόσουν(α) | θα παραβλέπεσαι | να παραβλέπεσαι | ||
γ' ενικ. | παραβλέπεται | παραβλεπόταν(ε) | θα παραβλέπεται | να παραβλέπεται | ||
α' πληθ. | παραβλεπόμαστε | παραβλεπόμαστε παραβλεπόμασταν |
θα παραβλεπόμαστε | να παραβλεπόμαστε | ||
β' πληθ. | παραβλέπεστε | παραβλεπόσαστε παραβλεπόσασταν |
θα παραβλέπεστε | να παραβλέπεστε | παραβλέπεστε | |
γ' πληθ. | παραβλέπονται | παραβλέπονταν παραβλεπόντουσαν |
θα παραβλέπονται | να παραβλέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραβλέφθηκα | θα παραβλεφθώ | να παραβλεφθώ | παραβλεφθεί | ||
β' ενικ. | παραβλέφθηκες | θα παραβλεφθείς | να παραβλεφθείς | παραβλέψου | ||
γ' ενικ. | παραβλέφθηκε | θα παραβλεφθεί | να παραβλεφθεί | |||
α' πληθ. | παραβλεφθήκαμε | θα παραβλεφθούμε | να παραβλεφθούμε | |||
β' πληθ. | παραβλεφθήκατε | θα παραβλεφθείτε | να παραβλεφθείτε | παραβλεφθείτε | ||
γ' πληθ. | παραβλέφθηκαν παραβλεφθήκαν(ε) |
θα παραβλεφθούν(ε) | να παραβλεφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραβλεφθεί | είχα παραβλεφθεί | θα έχω παραβλεφθεί | να έχω παραβλεφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις παραβλεφθεί | είχες παραβλεφθεί | θα έχεις παραβλεφθεί | να έχεις παραβλεφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραβλεφθεί | είχε παραβλεφθεί | θα έχει παραβλεφθεί | να έχει παραβλεφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραβλεφθεί | είχαμε παραβλεφθεί | θα έχουμε παραβλεφθεί | να έχουμε παραβλεφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραβλεφθεί | είχατε παραβλεφθεί | θα έχετε παραβλεφθεί | να έχετε παραβλεφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραβλεφθεί | είχαν παραβλεφθεί | θα έχουν παραβλεφθεί | να έχουν παραβλεφθεί |
Ρήμα
επεξεργασίαπαραβλέπω, πρτ.: παραέβλεπα, στ.μέλλ.: θα παραδώ, αόρ.: παραείδα, παθ.φωνή: παραβλέπομαι, π.αόρ.: παραειδώθηκα, μτχ.π.π.: παραϊδωμένος
- βλέπω κάποιον υπερβολικά συχνά
Κλίση
επεξεργασίαΕνεργητική φωνή: → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραβλέπομαι | παραβλεπόμουν(α) | θα παραβλέπομαι | να παραβλέπομαι | ||
β' ενικ. | παραβλέπεσαι | παραβλεπόσουν(α) | θα παραβλέπεσαι | να παραβλέπεσαι | παράβλεπε | |
γ' ενικ. | παραβλέπεται | παραβλεπόταν(ε) | θα παραβλέπεται | να παραβλέπεται | ||
α' πληθ. | παραβλεπόμαστε | παραβλεπόμαστε παραβλεπόμασταν |
θα παραβλεπόμαστε | να παραβλεπόμαστε | ||
β' πληθ. | παραβλέπεστε | παραβλεπόσαστε παραβλεπόσασταν |
θα παραβλέπεστε | να παραβλέπεστε | παραβλέπεστε | |
γ' πληθ. | παραβλέπονται | παραβλέπονταν παραβλεπόντουσαν |
θα παραβλέπονται | να παραβλέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραειδώθηκα | θα παραϊδωθώ | να παραϊδωθώ | παραϊδωθεί | ||
β' ενικ. | παραειδώθηκες | θα παραϊδωθείς | να παραϊδωθείς | παραϊδωθείτε | ||
γ' ενικ. | παραειδώθηκε | θα παραϊδωθεί | να παραϊδωθεί | |||
α' πληθ. | παραϊδωθήκαμε | θα παραϊδωθούμε | να παραϊδωθούμε | |||
β' πληθ. | παραϊδωθήκατε | θα παραϊδωθείτε | να παραϊδωθείτε | παραϊδωθείτε | ||
γ' πληθ. | παραειδώθηκαν παραϊδωθήκαν(ε) |
θα παραϊδωθούν(ε) | να παραϊδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραϊδωθεί | είχα παραϊδωθεί | θα έχω παραϊδωθεί | να έχω παραϊδωθεί | παραϊδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραϊδωθεί | είχες παραϊδωθεί | θα έχεις παραϊδωθεί | να έχεις παραϊδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραϊδωθεί | είχε παραϊδωθεί | θα έχει παραϊδωθεί | να έχει παραϊδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραϊδωθεί | είχαμε παραϊδωθεί | θα έχουμε παραϊδωθεί | να έχουμε παραϊδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραϊδωθεί | είχατε παραϊδωθεί | θα έχετε παραϊδωθεί | να έχετε παραϊδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραϊδωθεί | είχαν παραϊδωθεί | θα έχουν παραϊδωθεί | να έχουν παραϊδωθεί |
Εκφράσεις
επεξεργασία- βλέπω και παραβλέπω: βλέπω και μάλιστα πολύ καλά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάνω ότι δεν είδα κάτι λανθασμένο
βλέπω κάποιον υπερβολικά συχνά
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παραβλέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας