Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. παραβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραβλέπω
  2. παραβλέπω < παρα- + βλέπω[1]

παραβλέπω, πρτ.: παρέβλεπα, στ.μέλλ.: θα παραβλέψω, αόρ.: παρέβλεψα, παθ.φωνή: παραβλέπομαι, π.αόρ.: παραβλέφθηκα

  • κάνω ότι δεν είδα κάτι λανθασμένο, αγνοώ εκούσια ένα λάθος και δείχνω επιείκεια
    ⮡  Τα λάθη είναι τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί να τα παραβλέψει κανείς

παραβλέπω, πρτ.: παραέβλεπα, στ.μέλλ.: θα παραδώ, αόρ.: παραείδα, παθ.φωνή: παραβλέπομαι, π.αόρ.: παραειδώθηκα, μτχ.π.π.: παραϊδωμένος

Ενεργητική φωνή: → λείπει η κλίση

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • βλέπω και παραβλέπω: βλέπω και μάλιστα πολύ καλά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

  Αναφορές

επεξεργασία