ενεστώτας overlook
γ΄ ενικό ενεστώτα overlooks
αόριστος overlooked
παθητική μετοχή overlooked
ενεργητική μετοχή overlooking

overlook (en)

  1. παραβλέπω
     συνώνυμα: ignore
    ⮡  The errors are so serious, that no one can overlook them.
    Τα λάθη είναι τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί να τα παραβλέψει κανείς.