overlook
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | overlook |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overlooks |
αόριστος | overlooked |
παθητική μετοχή | overlooked |
ενεργητική μετοχή | overlooking |
Ρήμα
επεξεργασίαoverlook (en)
ενεστώτας | overlook |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overlooks |
αόριστος | overlooked |
παθητική μετοχή | overlooked |
ενεργητική μετοχή | overlooking |
overlook (en)