Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
swallow swallows

swallow (en)

  1. (πτηνό) το χελιδόνι
  2. η κίνηση της κατάποσης
  3. (παρωχημένο) χάσμα στο έδαφος
ενεστώτας swallow
γ΄ ενικό ενεστώτα swallows
αόριστος swallowed
παθητική μετοχή swallowed
ενεργητική μετοχή swallowing

swallow (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπίνω, κατεβάζω στον οισοφάγο και στο στομάχι μου υγρή ή στέρεη τροφή
    ⮡  I can’t swallow this medicine.
    Δεν μπορώ να καταπιώ αυτό το φάρμακο.
    ⮡  He swallowed the plum whole.
    Κατάπιε το δαμάσκηνο ολόκληρο.
  2. (μεταβατικό) ρουφάω, καταπίνω, χάνομαι μέσα, παίρνω κάποιον ή κάτι μέσα ή το καλύπτω εντελώς, ώστε να μην μπορεί πλέον να εμφανίζεται ή να υπάρχει ξεχωριστά
    ⮡  It was as if the earth swallowed them up.
    Ήταν σα να τους ρούφηξε/κατάπιε η γη.
    ⮡  The airplane was swallowed (up) in the clouds.
    Το αεροπλάνο χάθηκε μέσα στα σύννεφα.
  3. (μεταβατικό) καταναλώνω κάτι εντελώς, ειδικά ένα χρηματικό ποσό
    ⮡  The loan was swallowed (up) in useless projects.
    Το δάνειο καταναλώθηκε σε άχρηστα έργα.
  4. (μεταβατικό) καταπίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια
    ⮡  I am not going to swallow your lies.
    Δεν πρόκειται να καταπιώ τα ψέματά σου.
  5. (μεταβατικό) καταπίνω, συγκρατώ τα συναισθήματά μου
    ⮡  He swallowed his indignation.
    Κατάπιε την αγανάκτησή του.
    ⮡  I swallowed my anger.
    Συγκράτησα το θυμό μου.
  6. (μεταβατικό) καταπίνω, δέχομαι προσβλητικά σχόλια, κριτικές κτλ. χωρίς παράπονο ή διαμαρτυρία
    ⮡  She swallowed the insult.
    Κατάπιε την προσβολή.