swallow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
swallow | swallows |
swallow (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | swallow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swallows |
αόριστος | swallowed |
παθητική μετοχή | swallowed |
ενεργητική μετοχή | swallowing |
swallow (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταπίνω, κατεβάζω στον οισοφάγο και στο στομάχι μου υγρή ή στέρεη τροφή
- ⮡ I can’t swallow this medicine.
- Δεν μπορώ να καταπιώ αυτό το φάρμακο.
- ⮡ He swallowed the plum whole.
- Κατάπιε το δαμάσκηνο ολόκληρο.
- ⮡ I can’t swallow this medicine.
- (μεταβατικό) ρουφάω, καταπίνω, χάνομαι μέσα, παίρνω κάποιον ή κάτι μέσα ή το καλύπτω εντελώς, ώστε να μην μπορεί πλέον να εμφανίζεται ή να υπάρχει ξεχωριστά
- ⮡ It was as if the earth swallowed them up.
- Ήταν σα να τους ρούφηξε/κατάπιε η γη.
- ⮡ The airplane was swallowed (up) in the clouds.
- Το αεροπλάνο χάθηκε μέσα στα σύννεφα.
- ⮡ It was as if the earth swallowed them up.
- (μεταβατικό) καταναλώνω κάτι εντελώς, ειδικά ένα χρηματικό ποσό
- ⮡ The loan was swallowed (up) in useless projects.
- Το δάνειο καταναλώθηκε σε άχρηστα έργα.
- ⮡ The loan was swallowed (up) in useless projects.
- (μεταβατικό) καταπίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια
- ⮡ I am not going to swallow your lies.
- Δεν πρόκειται να καταπιώ τα ψέματά σου.
- ⮡ I am not going to swallow your lies.
- (μεταβατικό) καταπίνω, συγκρατώ τα συναισθήματά μου
- ⮡ He swallowed his indignation.
- Κατάπιε την αγανάκτησή του.
- ⮡ I swallowed my anger.
- Συγκράτησα το θυμό μου.
- ⮡ He swallowed his indignation.
- (μεταβατικό) καταπίνω, δέχομαι προσβλητικά σχόλια, κριτικές κτλ. χωρίς παράπονο ή διαμαρτυρία
- ⮡ She swallowed the insult.
- Κατάπιε την προσβολή.
- ⮡ She swallowed the insult.