Δείτε επίσης: ῥοφάω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουφάω < ρουφ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥουφῶ < αρχαία ελληνική ῥοφῶ, συνηρημένος τύπος του ῥοφέω / ῥοφάω πρωτοελληνική *hropʰéyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srebʰ- (ρουφώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾuˈfa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐φά‐ω

ρουφάω/ρουφώ, πρτ.: ρουφούσα/ρούφαγα, αόρ.: ρούφηξα, παθ.φωνή: ρουφιέμαι, π.αόρ.: ρουφήχτηκα, μτχ.π.π.: ρουφηγμένος

  1. πίνω κάτι θορυβωδώς με χαρακτηριστικές κινήσεις της γλώσσας και των χειλιών
  2. πίνω ή τρώω κάτι λαίμαργα
  3. εισπνέω
  4. απορροφώ
  5. (για υγρό στοιχείο: λίμνη, θάλασσα) έλκω κάτι προς τον βυθό
  6. (μεταφορικά) εξαντλώ
  7. προσέχω και αφομοιώνω κάτι που ακούω ή διαβάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία