Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρουφηχτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρουφηχτ
ός
η
ρουφηχτ
ή
το
ρουφηχτ
ό
γενική
του
ρουφηχτ
ού
της
ρουφηχτ
ής
του
ρουφηχτ
ού
αιτιατική
τον
ρουφηχτ
ό
τη
ρουφηχτ
ή
το
ρουφηχτ
ό
κλητική
ρουφηχτ
έ
ρουφηχτ
ή
ρουφηχτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρουφηχτ
οί
οι
ρουφηχτ
ές
τα
ρουφηχτ
ά
γενική
των
ρουφηχτ
ών
των
ρουφηχτ
ών
των
ρουφηχτ
ών
αιτιατική
τους
ρουφηχτ
ούς
τις
ρουφηχτ
ές
τα
ρουφηχτ
ά
κλητική
ρουφηχτ
οί
ρουφηχτ
ές
ρουφηχτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρουφηχτός
<
ρουφώ
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
ρουφηχτός
που γίνεται
ρουφώντας
, με
ρούφηγμα
Αντώνυμα
επεξεργασία
αρούφηχτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ρουφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρουφηχτός