Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρούφηχτος η αρούφηχτη το αρούφηχτο
      γενική του αρούφηχτου της αρούφηχτης του αρούφηχτου
    αιτιατική τον αρούφηχτο την αρούφηχτη το αρούφηχτο
     κλητική αρούφηχτε αρούφηχτη αρούφηχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρούφηχτοι οι αρούφηχτες τα αρούφηχτα
      γενική των αρούφηχτων των αρούφηχτων των αρούφηχτων
    αιτιατική τους αρούφηχτους τις αρούφηχτες τα αρούφηχτα
     κλητική αρούφηχτοι αρούφηχτες αρούφηχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρούφηχτος < α- + ρουφηχτός (< ρουφάω) [1]

  Επίθετο επεξεργασία

αρούφηχτος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρούφηχτοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας