ρουφηξιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρουφηξιά | οι | ρουφηξιές |
γενική | της | ρουφηξιάς | των | ρουφηξιών |
αιτιατική | τη | ρουφηξιά | τις | ρουφηξιές |
κλητική | ρουφηξιά | ρουφηξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾu.fiˈksça/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουφηξιά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρουφώ καθώς και (συνεκδοχικά) η ποσότητα (υγρού, καπνού κ.λπ.) που έχει ρουφήξει κάποιος
- ※ Άναψε τσιγάρο, αλλά μετά από μια δυο ρουφηξιές το 'σβησε. (Μάκης Πανώριος, Ηθοποιός [διήγημα])
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρουφώ