Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sip sips

sip (en)

  1. η μικρή γουλιά, η ρουφηξιά υγρού
    sip by sip - γουλιά γουλιά
    a sip of coffee - μια ρουφηξιά καφέ
     συνώνυμα: gulp, swig

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας sip
γ΄ ενικό ενεστώτα sips
αόριστος sipped
παθητική μετοχή sipped
ενεργητική μετοχή sipping

sip (en)

  1. πίνω, ρουφώ αργά και με μικρές γουλιές
    I am slowly sipping my coffee
    Ρουφώ σιγά-σιγά τον καφέ μου

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 774. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ρουφηξιά, ρουφώ