sip
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sip | sips |
sip (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | sip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sips |
αόριστος | sipped |
παθητική μετοχή | sipped |
ενεργητική μετοχή | sipping |
sip (en)
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 774. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρουφηξιά, ρουφώ