Ουσιαστικό

επεξεργασία

whiff (en)

  1. εκπνοή καπνού, όπως από το στόμα κάποιου την ώρα που καπνίζει
  2. ελαφριά οσμή
  3. (μεταφορικά) μικρή δόση, τζούρα, λιγουλάκι
    a whiff of hypocrisy