Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
whiff
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
whiff
(en)
εκπνοή
καπνού
, όπως από το στόμα κάποιου την ώρα που καπνίζει
ελαφριά
οσμή
(
μεταφορικά
) μικρή
δόση
,
τζούρα
,
λιγουλάκι
a
whiff
of hypocrisy