Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγουλάκι < λίγ(ο) + -ουλάκι

  Επίρρημα

επεξεργασία

λιγουλάκι

  • λίγο από κάτι (μη μετρήσιμο, μη ζυγίσιμο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιγουλάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία