λιγάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιγάκι < λίγ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Επίρρημα επεξεργασία
λιγάκι
- (υποκοριστικό)
- σε μέτριο βαθμό, όχι πολύ.
- είμαι λιγάκι κουρασμένος
- για μικρή χρονική διάρκεια.
- περίμενε λιγάκι
- σε μέτριο βαθμό, όχι πολύ.
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιγάκι
→ δείτε τη λέξη λίγο |