-ουλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -ουλάκι | τα | -ουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | -ουλάκι | τα | -ουλάκια |
κλητική | -ουλάκι | -ουλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ουλάκι < υποκοριστικό επίθημα ούλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι (κατά δεύτερο υποκορισμό)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /uˈla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ου‐λά‐κι
Επίθημα
επεξεργασία-ουλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό επίθημα κυρίως ουδέτερων ουσιαστικών αλλά και επιρρημάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ουλάκι στο Βικιλεξικό
- Δεν ανήκουν στην Κατηγορία λέξεις με ουλ- στο θέμα, όπως πουλάκι (< πουλί)), λουλάκι
Πηγές
επεξεργασία- -ουλάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -ουλάκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ουλάκι < υποκοριστικό επίθημα ούλ(ιν) ή -ούλης + υποκοριστικό επίθημα -άκι (κατά δεύτερο υποκορισμό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθημα
επεξεργασία-ουλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό για το σχηματισμό ουδέτερων υποκοριστικών ουσιαστικών ή επιρρημάτων