πουλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουλάκι | τα | πουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πουλάκι | τα | πουλάκια |
κλητική | πουλάκι | πουλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πουλάκι < πουλί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουλάκι ουδέτερο
- μικρό σε μέγεθος ή σε ηλικία πουλί.
- παιδική λέξη για το αιδοίο αμφοτέρων φύλων
Εκφράσεις
επεξεργασία- (το) πουλάκι μου:
- (να, κοίτα, τώρα θα βγει) το πουλάκι: συνήθως για μικρά παιδιά, μπροστά στη φωτογραφική μηχανή, ώστε να χαμογελάσουν, αντίστοιχο του ο νονός
- μου (το) είπε ένα (ή κάποιο) πουλάκι: από κάπου το έμαθα, κάποιος με πληροφόρησε
- τρία πουλάκια κάθονται...: για να δηλώσουμε ότι το θέμα είναι άσχετο, άλλο συζητάμε
- τα μάτια μου κάνουν πουλάκια: (ειρωνικό) σαν ειρωνική ερώτηση όταν δούμε κάποιον ή κάτι που δεν το περιμέναμε
- τα μάτια μου κάνουν πουλάκια ή άρχισες, επιτέλους, να διαβάζεις τα μαθήματά σου;