λουλάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουλάκι | τα | λουλάκια |
γενική | του | λουλακιού | των | λουλακιών |
αιτιατική | το | λουλάκι | τα | λουλάκια |
κλητική | λουλάκι | λουλάκια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λουλάκι < μεσαιωνική ελληνική λουλάκιν < αραβική ليلك (līlak)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λουλάκι ουδέτερο
- ουσία με βαθύ γαλάζιο χρώμα που τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στο πλύσιμο των ρούχων για να δίνει στα λευκά λάμψη
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λουλάκι