λουλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουλάκι | τα | λουλάκια |
γενική | του | λουλακιού | των | λουλακιών |
αιτιατική | το | λουλάκι | τα | λουλάκια |
κλητική | λουλάκι | λουλάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουλάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λουλάκιν < αραβική ليلك (līlak, πασχαλιά) < περσική لیلک (līlak)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /luˈla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐λά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουλάκι ουδέτερο
- ουσία με βαθύ γαλάζιο χρώμα, που τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στο πλύσιμο των ρούχων, για να δίνει στα λευκά λάμψη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Bluing (fabric) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λουλάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας