Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λουλακάτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λουλακάτ
ος
η
λουλακάτ
η
το
λουλακάτ
ο
γενική
του
λουλακάτ
ου
της
λουλακάτ
ης
του
λουλακάτ
ου
αιτιατική
τον
λουλακάτ
ο
τη
λουλακάτ
η
το
λουλακάτ
ο
κλητική
λουλακάτ
ε
λουλακάτ
η
λουλακάτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λουλακάτ
οι
οι
λουλακάτ
ες
τα
λουλακάτ
α
γενική
των
λουλακάτ
ων
των
λουλακάτ
ων
των
λουλακάτ
ων
αιτιατική
τους
λουλακάτ
ους
τις
λουλακάτ
ες
τα
λουλακάτ
α
κλητική
λουλακάτ
οι
λουλακάτ
ες
λουλακάτ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λουλακάτος
<
λουλάκι
+
-άτος
Επίθετο
επεξεργασία
λουλακάτος
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
λουλακής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λουλακάτος
→
δείτε
τη λέξη
λουλακής