λουλακιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλουλακιάζω (παθητική φωνή: λουλακιάζομαι)
- (παρωχημένο) χρησιμοποιώ λουλάκι κατά τη διαδικασία πλυσίματος ρούχων, προκειμένου να λάμψουν
Συγγενικά
επεξεργασία- λουλάκιασμα
- → δείτε τη λέξη λουλάκι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λουλακιάζω | λουλάκιαζα | θα λουλακιάζω | να λουλακιάζω | λουλακιάζοντας | |
β' ενικ. | λουλακιάζεις | λουλάκιαζες | θα λουλακιάζεις | να λουλακιάζεις | λουλάκιαζε | |
γ' ενικ. | λουλακιάζει | λουλάκιαζε | θα λουλακιάζει | να λουλακιάζει | ||
α' πληθ. | λουλακιάζουμε | λουλακιάζαμε | θα λουλακιάζουμε | να λουλακιάζουμε | ||
β' πληθ. | λουλακιάζετε | λουλακιάζατε | θα λουλακιάζετε | να λουλακιάζετε | λουλακιάζετε | |
γ' πληθ. | λουλακιάζουν(ε) | λουλάκιαζαν λουλακιάζαν(ε) |
θα λουλακιάζουν(ε) | να λουλακιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λουλάκιασα | θα λουλακιάσω | να λουλακιάσω | λουλακιάσει | ||
β' ενικ. | λουλάκιασες | θα λουλακιάσεις | να λουλακιάσεις | λουλάκιασε | ||
γ' ενικ. | λουλάκιασε | θα λουλακιάσει | να λουλακιάσει | |||
α' πληθ. | λουλακιάσαμε | θα λουλακιάσουμε | να λουλακιάσουμε | |||
β' πληθ. | λουλακιάσατε | θα λουλακιάσετε | να λουλακιάσετε | λουλακιάστε | ||
γ' πληθ. | λουλάκιασαν λουλακιάσαν(ε) |
θα λουλακιάσουν(ε) | να λουλακιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λουλακιάσει | είχα λουλακιάσει | θα έχω λουλακιάσει | να έχω λουλακιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις λουλακιάσει | είχες λουλακιάσει | θα έχεις λουλακιάσει | να έχεις λουλακιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει λουλακιάσει | είχε λουλακιάσει | θα έχει λουλακιάσει | να έχει λουλακιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λουλακιάσει | είχαμε λουλακιάσει | θα έχουμε λουλακιάσει | να έχουμε λουλακιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε λουλακιάσει | είχατε λουλακιάσει | θα έχετε λουλακιάσει | να έχετε λουλακιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λουλακιάσει | είχαν λουλακιάσει | θα έχουν λουλακιάσει | να έχουν λουλακιάσει |
|
Πηγές
επεξεργασία- λουλακιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία λουλακιάζω
|