Ετυμολογία

επεξεργασία
λουλακιάζω < λουλάκι + -ιάζω

λουλακιάζω (παθητική φωνή: λουλακιάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία