χρησιμοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾi.si.mo.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίαχρησιμοποιώ, αόρ.: χρησιμοποίησα, παθ.φωνή: χρησιμοποιούμαι, μτχ.π.π.: χρησιμοποιημένος
- μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση ενός αντικειμένου ως μέσο για να πετύχω κάτι
- χρησιμοποίησε το κατσαβίδι
- χρησιμοποίησε την φαντασία σου
- χρησιμοποιώ το ποδήλατο για να μετακινούμαι στην πόλη
- χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις για να εκφραστεί
- (για πρόσωπα) απασχολώ, κάνω κάποιον να δουλέψει για λογαριασμό μου
- είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιείς ανειδίκευτους εργάτες
- (κατ’ επέκταση) εκμεταλλεύομαι
- δε βλέπεις ότι σε χρησιμοποιεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αχρησιμοποίητος
- αχρηστία
- άχρηστος
- δυσχρηστία
- δύσχρηστος
- ευχρηστία
- εύχρηστος
- κατάχρηση
- καταχρηστικός
- καταχρώμαι
- χρησιμοθηρικός
Δείτε επίσης
επεξεργασίατους τύπους:
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρησιμοποιώ | χρησιμοποιούσα | θα χρησιμοποιώ | να χρησιμοποιώ | χρησιμοποιώντας | |
β' ενικ. | χρησιμοποιείς | χρησιμοποιούσες | θα χρησιμοποιείς | να χρησιμοποιείς | ||
γ' ενικ. | χρησιμοποιεί | χρησιμοποιούσε | θα χρησιμοποιεί | να χρησιμοποιεί | ||
α' πληθ. | χρησιμοποιούμε | χρησιμοποιούσαμε | θα χρησιμοποιούμε | να χρησιμοποιούμε | ||
β' πληθ. | χρησιμοποιείτε | χρησιμοποιούσατε | θα χρησιμοποιείτε | να χρησιμοποιείτε | χρησιμοποιείτε | |
γ' πληθ. | χρησιμοποιούν(ε) | χρησιμοποιούσαν(ε) | θα χρησιμοποιούν(ε) | να χρησιμοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρησιμοποίησα | θα χρησιμοποιήσω | να χρησιμοποιήσω | χρησιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | χρησιμοποίησες | θα χρησιμοποιήσεις | να χρησιμοποιήσεις | χρησιμοποίησε | ||
γ' ενικ. | χρησιμοποίησε | θα χρησιμοποιήσει | να χρησιμοποιήσει | |||
α' πληθ. | χρησιμοποιήσαμε | θα χρησιμοποιήσουμε | να χρησιμοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | χρησιμοποιήσατε | θα χρησιμοποιήσετε | να χρησιμοποιήσετε | χρησιμοποιήστε | ||
γ' πληθ. | χρησιμοποίησαν χρησιμοποιήσαν(ε) |
θα χρησιμοποιήσουν(ε) | να χρησιμοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρησιμοποιήσει | είχα χρησιμοποιήσει | θα έχω χρησιμοποιήσει | να έχω χρησιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρησιμοποιήσει | είχες χρησιμοποιήσει | θα έχεις χρησιμοποιήσει | να έχεις χρησιμοποιήσει | έχε χρησιμοποιημένο | |
γ' ενικ. | έχει χρησιμοποιήσει | είχε χρησιμοποιήσει | θα έχει χρησιμοποιήσει | να έχει χρησιμοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρησιμοποιήσει | είχαμε χρησιμοποιήσει | θα έχουμε χρησιμοποιήσει | να έχουμε χρησιμοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρησιμοποιήσει | είχατε χρησιμοποιήσει | θα έχετε χρησιμοποιήσει | να έχετε χρησιμοποιήσει | έχετε χρησιμοποιημένο | |
γ' πληθ. | έχουν χρησιμοποιήσει | είχαν χρησιμοποιήσει | θα έχουν χρησιμοποιήσει | να έχουν χρησιμοποιήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χρησιμοποιημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χρησιμοποιημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χρησιμοποιημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χρησιμοποιημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρησιμοποιούμαι | χρησιμοποιούμουν | θα χρησιμοποιούμαι | να χρησιμοποιούμαι | ||
β' ενικ. | χρησιμοποιείσαι | χρησιμοποιούσουν | θα χρησιμοποιείσαι | να χρησιμοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | χρησιμοποιείται | χρησιμοποιούνταν | θα χρησιμοποιείται | να χρησιμοποιείται | ||
α' πληθ. | χρησιμοποιούμαστε | χρησιμοποιούμασταν χρησιμοποιούμαστε |
θα χρησιμοποιούμαστε | να χρησιμοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | χρησιμοποιείστε | χρησιμοποιούσασταν χρησιμοποιούσαστε |
θα χρησιμοποιείστε | να χρησιμοποιείστε | χρησιμοποιείστε | |
γ' πληθ. | χρησιμοποιούνται | χρησιμοποιούνταν | θα χρησιμοποιούνται | να χρησιμοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρησιμοποιήθηκα | θα χρησιμοποιηθώ | να χρησιμοποιηθώ | χρησιμοποιηθεί | ||
β' ενικ. | χρησιμοποιήθηκες | θα χρησιμοποιηθείς | να χρησιμοποιηθείς | χρησιμοποιήσου | ||
γ' ενικ. | χρησιμοποιήθηκε | θα χρησιμοποιηθεί | να χρησιμοποιηθεί | |||
α' πληθ. | χρησιμοποιηθήκαμε | θα χρησιμοποιηθούμε | να χρησιμοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | χρησιμοποιηθήκατε | θα χρησιμοποιηθείτε | να χρησιμοποιηθείτε | χρησιμοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | χρησιμοποιήθηκαν χρησιμοποιηθήκαν(ε) |
θα χρησιμοποιηθούν(ε) | να χρησιμοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χρησιμοποιηθεί | είχα χρησιμοποιηθεί | θα έχω χρησιμοποιηθεί | να έχω χρησιμοποιηθεί | χρησιμοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις χρησιμοποιηθεί | είχες χρησιμοποιηθεί | θα έχεις χρησιμοποιηθεί | να έχεις χρησιμοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χρησιμοποιηθεί | είχε χρησιμοποιηθεί | θα έχει χρησιμοποιηθεί | να έχει χρησιμοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χρησιμοποιηθεί | είχαμε χρησιμοποιηθεί | θα έχουμε χρησιμοποιηθεί | να έχουμε χρησιμοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χρησιμοποιηθεί | είχατε χρησιμοποιηθεί | θα έχετε χρησιμοποιηθεί | να έχετε χρησιμοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χρησιμοποιηθεί | είχαν χρησιμοποιηθεί | θα έχουν χρησιμοποιηθεί | να έχουν χρησιμοποιηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χρησιμοποιημένος - είμαστε, είστε, είναι χρησιμοποιημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χρησιμοποιημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χρησιμοποιημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χρησιμοποιημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χρησιμοποιημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χρησιμοποιημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χρησιμοποιημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρησιμοποιώ
- ↑ χρησιμοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.