Ετυμολογία

επεξεργασία
χρησιμοποιώ < χρήσιμ(ος) + -ο- + -ποιώ, απόδοση του γαλλική utiliser[1][2]

χρησιμοποιώ, αόρ.: χρησιμοποίησα, παθ.φωνή: χρησιμοποιούμαι, μτχ.π.π.: χρησιμοποιημένος

  1. μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση ενός αντικειμένου ως μέσο για να πετύχω κάτι
    χρησιμοποίησε το κατσαβίδι
    χρησιμοποίησε την φαντασία σου
    χρησιμοποιώ το ποδήλατο για να μετακινούμαι στην πόλη
    χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις για να εκφραστεί
  2. (για πρόσωπα) απασχολώ, κάνω κάποιον να δουλέψει για λογαριασμό μου
    είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιείς ανειδίκευτους εργάτες

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. χρησιμοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.