χρησιμοποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χρησιμοποίηση < (καθαρεύουσα) χρησιμοποίησις < χρησιμοποιώ + -σις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χρησιμοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρησιμοποιώ
- η μεταχείριση, η χρήση
- η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο χειρισμός μιας κατάστασης με τέτοιο τρόπο ώστε ένας άνθρωπος να χρησιμοποιηθεί σαν αντικείμενο προς χρήση ή σαν ζώο