Ετυμολογία

επεξεργασία
χρησιμοποιούμαι: παθητική φωνή του ρήματος χρησιμοποιώ

χρησιμοποιούμαι

  1. είμαι χρήσιμος σε κάτι
  2. είμαι σε ισχύ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία