Ετυμολογία

επεξεργασία
avoir cours → δείτε τις λέξεις avoir και cours

  Ρηματική έκφραση

επεξεργασία

avoir cours (fr)

  1. ισχύω
  2. αναγνωρίζομαι, χρησιμοποιούμαι
  3. έχω μάθημα