Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuʁ/
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
cours cours

cours (fr) αρσενικό

  1. το μάθημα
  2. το βιβλίο ενός μαθήματος
  3. οι σημειώσεις που παίρνει κανείς κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος
  4. το εκπαιδευτικό ίδρυμα, η σχολή (συνηθίζεται για ιδιωτικές σχολές)
  1. τιμή
  1. η ροή (ποταμού κλπ)
  1. δρόμος, κατεύθυνση

Εκφράσεις

επεξεργασία