Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
court courts

court (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) το δικαστήριο, ο τόπος όπου διεξάγεται μια δίκη
    ⮡  I’ll see you in court!
    Θα σε δω στο δικαστήριο!
    ⮡  Who pays the court costs?
    Ποιος πληρώνει τα δικαστικά έξοδα;
  2. (συνήθως ενικός, the court) το δικαστήριο, οι άνθρωποι σε ένα δικαστήριο, ειδικά εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις, όπως ο δικαστής και οι ένορκοι
    ⮡  The court will hear the appeal/accepted the movement.
    Το δικαστήριο θα κρίνει την προσφυγή/έκανε δεκτή την αγωγή.
    ⮡  The court is in session.
    Το δικαστήριο συνεδριάζει.
  3. το γήπεδο του τένις ή του μπάσκετ
    ⮡  a tennis court - γήπεδο τένις
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αυλή, το επίσημο μέρος όπου ζουν βασιλιάδες και βασίλισσες
    ⮡  They presented her at court.
    Την παρουσίασαν στην Αυλή.
  5. η αυλή, ένας ανοιχτός χώρος που περιβάλλεται εν μέρει ή πλήρως από κτίρια και είναι συνήθως μέρος ενός κάστρου, ενός μεγάλου σπιτιού κτλ.
    ⮡  the court of the school - η αυλή του σχολείο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη courtyard
ενεστώτας court
γ΄ ενικό ενεστώτα courts
αόριστος courted
παθητική μετοχή courted
ενεργητική μετοχή courting

court (en)

  1. επιζητώ την εύνοια κάποιου
  2. κορτάρω, φλερτάρω



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuʁ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό court courts
θηλυκό courte courtes

court (fr)

  1. κοντός
  2. σύντομος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

court (fr) αρσενικό (πληθυντικός: courts αρσενικό)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • être à court de μου λείπει κάτι
l'imprimante est à court de papier - ο εκτυπωτής δεν έχει άλλο χαρτί

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

court (fr)

  • κλιτή μορφή του ρήματος courir

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία