court
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
court | courts |
court (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) το δικαστήριο, ο τόπος όπου διεξάγεται μια δίκη
- ⮡ I’ll see you in court!
- Θα σε δω στο δικαστήριο!
- ⮡ Who pays the court costs?
- Ποιος πληρώνει τα δικαστικά έξοδα;
- ⮡ I’ll see you in court!
- (συνήθως ενικός, the court) το δικαστήριο, οι άνθρωποι σε ένα δικαστήριο, ειδικά εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις, όπως ο δικαστής και οι ένορκοι
- ⮡ The court will hear the appeal/accepted the movement.
- Το δικαστήριο θα κρίνει την προσφυγή/έκανε δεκτή την αγωγή.
- ⮡ The court is in session.
- Το δικαστήριο συνεδριάζει.
- ⮡ The court will hear the appeal/accepted the movement.
- το γήπεδο του τένις ή του μπάσκετ
- ⮡ a tennis court - γήπεδο τένις
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αυλή, το επίσημο μέρος όπου ζουν βασιλιάδες και βασίλισσες
- ⮡ They presented her at court.
- Την παρουσίασαν στην Αυλή.
- ⮡ They presented her at court.
- η αυλή, ένας ανοιχτός χώρος που περιβάλλεται εν μέρει ή πλήρως από κτίρια και είναι συνήθως μέρος ενός κάστρου, ενός μεγάλου σπιτιού κτλ.
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
court (fr) αρσενικό (πληθυντικός: courts αρσενικό)
Εκφράσεις
επεξεργασία- être à court de μου λείπει κάτι
- l'imprimante est à court de papier - ο εκτυπωτής δεν έχει άλλο χαρτί