Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φλερτάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φλερτάρω
<
φλερτ
<
αγγλική
flirt
Ρήμα
επεξεργασία
φλερτάρω
προσεγγίζω
και δείχνω τις
ερωτικές
διαθέσεις σε ένα άτομο, προσπαθώ να τον/την
κατακτήσω
ερωτικά
Συγγενικά
επεξεργασία
φλερτ
φλερτάρισμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
καμακώνω
κορτάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φλερτάρω
αγγλικά
:
flirt
(en)
,
woo
(en)
γαλλικά
:
flirter
(fr)
γερμανικά
:
flirten
(de)