Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσεγγίζω < ελληνιστική κοινή προσεγγίζω < πρός + αρχαία ελληνική ἐγγίζω < ἐγγύς ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rapprocher & (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική approach)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.seŋˈɟi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

προσεγγίζω (παθητική φωνή: προσεγγίζομαι)

  1. πλησιάζω κάποιον ή κάτι
     αντώνυμα: απομακρύνομαι
  2. φέρνω κοντά κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλο ή κάτι άλλο
     αντώνυμα: απομακρύνω
  3. (μεταφορικά) εξετάζω, μελετώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία