Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.seŋˈɟi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσεγγίζω
παλιότερος συλλαβισμός: προσεγγίζω

προσεγγίζω (παθητική φωνή: προσεγγίζομαι)

  1. πλησιάζω κάποιον ή κάτι
     αντώνυμα: απομακρύνομαι
  2. φέρνω κοντά κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλο ή κάτι άλλο
     αντώνυμα: απομακρύνω
  3. (μεταφορικά) εξετάζω, μελετώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία