ευπροσέγγιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευπροσέγγιστος < ευ- + προσεγγίζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ευπροσέγγιστος
- που εύκολα προσεγγίζεται
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευπροσέγγιστος
|
ευπροσέγγιστος
|