Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπροσέγγιστος η ευπροσέγγιστη το ευπροσέγγιστο
      γενική του ευπροσέγγιστου της ευπροσέγγιστης του ευπροσέγγιστου
    αιτιατική τον ευπροσέγγιστο την ευπροσέγγιστη το ευπροσέγγιστο
     κλητική ευπροσέγγιστε ευπροσέγγιστη ευπροσέγγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπροσέγγιστοι οι ευπροσέγγιστες τα ευπροσέγγιστα
      γενική των ευπροσέγγιστων των ευπροσέγγιστων των ευπροσέγγιστων
    αιτιατική τους ευπροσέγγιστους τις ευπροσέγγιστες τα ευπροσέγγιστα
     κλητική ευπροσέγγιστοι ευπροσέγγιστες ευπροσέγγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευπροσέγγιστος < ευ- + προσεγγίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ευπροσέγγιστος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία