δυσπροσέγγιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσπροσέγγιστος < δυσ- + προσεγγίζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
δυσπροσέγγιστος
- που δύσκολα προσεγγίζεται
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσπροσέγγιστος
|
δυσπροσέγγιστος
|