ευπροσέγγιστο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ευπροσέγγιστο
- αιτιατική ενικού του ευπροσέγγιστος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ευπροσέγγιστος
ευπροσέγγιστο