↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσεγγισμένος η προσεγγισμένη το προσεγγισμένο
      γενική του προσεγγισμένου της προσεγγισμένης του προσεγγισμένου
    αιτιατική τον προσεγγισμένο την προσεγγισμένη το προσεγγισμένο
     κλητική προσεγγισμένε προσεγγισμένη προσεγγισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσεγγισμένοι οι προσεγγισμένες τα προσεγγισμένα
      γενική των προσεγγισμένων των προσεγγισμένων των προσεγγισμένων
    αιτιατική τους προσεγγισμένους τις προσεγγισμένες τα προσεγγισμένα
     κλητική προσεγγισμένοι προσεγγισμένες προσεγγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσεγγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσεγγίζω

προσεγγισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία