appréhender
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- appréhender < λατινική apprehender apprehendere
Ρήμα επεξεργασία
appréhender (fr)
- συλλαμβάνω, τσακώνω
- φοβάμαι (μήπως μου συμβεί κάτι)
- (λογοτεχνικό) καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
- προσεγγίζω