ενικός         πληθυντικός  
appréhension appréhensions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

appréhension (fr) θηλυκό

  1. η αντίληψη
  2. ο φόβος
  3. η σύλληψη (από την αστυνομία)

Συγγενικά

επεξεργασία