Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσακώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

τσακώνω(παθητική φωνή: τσακώνομαι)

  1. (προφορικό, λαϊκό) συλλαμβάνω κάποιον παράνομο, συνήθως επ' αυτοφώρω
  2. (λαϊκό) αρπάζω
  3. (λαϊκό, στην παθητική φωνή) πιάνομαι στα χέρια με κάποιον, μαλώνω με κάποιον

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακώνω < λείπει η ετυμολογία

ζητούμενο λήμμα